- αποτευγμα
- ἀπότευγμα-ατος τό Arst., Diod., Plut. = ἀπότευξις См. αποτευξις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απότευγμα — ἀπότευγμα, το (Α) [αποτυγχάνω] η αποτυχία … Dictionary of Greek
ἀπότευγμα — failure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτευγμάτων — ἀπότευγμα failure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεύγμασι — ἀπότευγμα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεύγμασιν — ἀπότευγμα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεύγματα — ἀπότευγμα failure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεύγματι — ἀπότευγμα failure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεύγματος — ἀπότευγμα failure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτεύγματ' — ἀποτεύγματα , ἀπότευγμα failure neut nom/voc/acc pl ἀποτεύγματι , ἀπότευγμα failure neut dat sg ἀποτεύγματε , ἀπότευγμα failure neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀποτεύγματα — ἀποτεύγματα , ἀπότευγμα failure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)